- εκφυλίζω
- εκφύλισα, εκφυλίστηκα, εκφυλισμένος, μτβ.1. (για οργανικά όντα), κάνω κάτι να χάσει τις φυσικές ιδιότητες του είδους ή του γένους του, αλλοιώνω τη φύση του, το μπασταρδεύω: Η κατάχρήση των ναρκωτικών εκφυλίζει τον άνθρωπο.2. χειροτερεύω κάτι, διαφθείρω: Εκφυλισμένος άνθρωπος.3. το μέσ., εκφυλίζομαι μτφ. (για αρρώστιες, ενέργειες και καταστάσεις), χάνω την οξύτητά μου, γίνομαι ηπιότερος: Εκφυλίστηκε η επανάσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.